Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
View word page
πρόσκομμα
a stumble, stumbling

ShortDef

a stumble, stumbling

Debugging

Headword:
πρόσκομμα
Headword (normalized):
πρόσκομμα
Headword (normalized/stripped):
προσκομμα
IDX:
75793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75794
Key:

Data

{'content': 'a stumble, stumbling'}