Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
View word page
προσκομιστικός
of/for conveyance

ShortDef

of/for conveyance

Debugging

Headword:
προσκομιστικός
Headword (normalized):
προσκομιστικός
Headword (normalized/stripped):
προσκομιστικος
IDX:
75792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75793
Key:

Data

{'content': 'of/for conveyance'}