Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
View word page
προσκομιστέον
one must administer

ShortDef

one must administer

Debugging

Headword:
προσκομιστέον
Headword (normalized):
προσκομιστέον
Headword (normalized/stripped):
προσκομιστεον
IDX:
75791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75792
Key:

Data

{'content': 'one must administer'}