Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκοιμίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
View word page
προσκομίζω
to carry
ShortDef
to carry
Debugging
Headword:
προσκομίζω
Headword (normalized):
προσκομίζω
Headword (normalized/stripped):
προσκομιζω
IDX:
75790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75791
Key:
Data
{'content': 'to carry'}