Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκογχυλίζομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
View word page
προσκομιδή
oblation
ShortDef
oblation
Debugging
Headword:
προσκομιδή
Headword (normalized):
προσκομιδή
Headword (normalized/stripped):
προσκομιδη
IDX:
75789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75790
Key:
Data
{'content': 'oblation'}