Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκνυζάομαι
προσκογχυλίζομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
View word page
πρόσκολλος
glued
ShortDef
glued
Debugging
Headword:
πρόσκολλος
Headword (normalized):
πρόσκολλος
Headword (normalized/stripped):
προσκολλος
IDX:
75788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75789
Key:
Data
{'content': 'glued'}