Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκνήθω
προσκνυζάομαι
προσκογχυλίζομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
View word page
προσκολλίζομαι
attach
ShortDef
attach
Debugging
Headword:
προσκολλίζομαι
Headword (normalized):
προσκολλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκολλιζομαι
IDX:
75787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75788
Key:
Data
{'content': 'attach'}