Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκνάομαι
προσκνήθω
προσκνυζάομαι
προσκογχυλίζομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
View word page
προσκόλλησις
a glueing to, affixing

ShortDef

a glueing to, affixing

Debugging

Headword:
προσκόλλησις
Headword (normalized):
προσκόλλησις
Headword (normalized/stripped):
προσκολλησις
IDX:
75786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75787
Key:

Data

{'content': 'a glueing to, affixing'}