Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσκλυσις
πρόσκλυσμα
προσκλυστέον
προσκλύστιος
προσκνάομαι
προσκνήθω
προσκνυζάομαι
προσκογχυλίζομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
View word page
προσκοινωνέω
to give

ShortDef

to give

Debugging

Headword:
προσκοινωνέω
Headword (normalized):
προσκοινωνέω
Headword (normalized/stripped):
προσκοινωνεω
IDX:
75782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75783
Key:

Data

{'content': 'to give'}