Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσκλιτον
προσκλύζω
πρόσκλυσις
πρόσκλυσμα
προσκλυστέον
προσκλύστιος
προσκνάομαι
προσκνήθω
προσκνυζάομαι
προσκογχυλίζομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
View word page
προσκοιμίζομαι
to lie down and sleep beside (see also προσκομίζω)

ShortDef

to lie down and sleep beside (see also προσκομίζω)

Debugging

Headword:
προσκοιμίζομαι
Headword (normalized):
προσκοιμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκοιμιζομαι
IDX:
75780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75781
Key:

Data

{'content': 'to lie down and sleep beside (see also προσκομίζω)'}