Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκλίνω
πρόσκλισις
πρόσκλιτον
προσκλύζω
πρόσκλυσις
πρόσκλυσμα
προσκλυστέον
προσκλύστιος
προσκνάομαι
προσκνήθω
προσκνυζάομαι
προσκογχυλίζομαι
προσκοιμίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
View word page
προσκνυζάομαι
whine to
ShortDef
whine to
Debugging
Headword:
προσκνυζάομαι
Headword (normalized):
προσκνυζάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκνυζαομαι
IDX:
75778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75779
Key:
Data
{'content': 'whine to'}