Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκιθαρίζω
προσκινδυνεύω
προσκινέομαι
προσκιχρῶ
προσκλαίω
προσκλάομαι
προσκλείω
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλητικός
πρόσκλητος
πρόσκλιμα
προσκλινής
πρόσκλιντρον
προσκλίνω
πρόσκλισις
πρόσκλιτον
προσκλύζω
View word page
προσκληρόω
allot, assign, attribute; mid. be attached to, join

ShortDef

allot, assign, attribute; mid. be attached to, join

Debugging

Headword:
προσκληρόω
Headword (normalized):
προσκληρόω
Headword (normalized/stripped):
προσκληροω
IDX:
75761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75762
Key:

Data

{'content': 'allot, assign, attribute; mid. be attached to, join'}