Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκήπτω
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκιθαρίζω
προσκινδυνεύω
προσκινέομαι
προσκιχρῶ
προσκλαίω
προσκλάομαι
προσκλείω
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλητικός
πρόσκλητος
πρόσκλιμα
προσκλινής
πρόσκλιντρον
View word page
προσκιχρῶ
accommodo

ShortDef

accommodo

Debugging

Headword:
προσκιχρῶ
Headword (normalized):
προσκιχρῶ
Headword (normalized/stripped):
προσκιχρω
IDX:
75757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75758
Key:

Data

{'content': 'accommodo'}