Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκήπτω
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκιθαρίζω
προσκινδυνεύω
προσκινέομαι
προσκιχρῶ
προσκλαίω
προσκλάομαι
προσκλείω
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλητικός
πρόσκλητος
πρόσκλιμα
προσκλινής
View word page
προσκινέομαι
move to
ShortDef
move to
Debugging
Headword:
προσκινέομαι
Headword (normalized):
προσκινέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκινεομαι
IDX:
75756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75757
Key:
Data
{'content': 'move to'}