Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκεφάλαιον
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκήπτω
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκιθαρίζω
προσκινδυνεύω
προσκινέομαι
προσκιχρῶ
προσκλαίω
προσκλάομαι
προσκλείω
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλητικός
πρόσκλητος
πρόσκλιμα
View word page
προσκινδυνεύω
expose oneself to danger as well
ShortDef
expose oneself to danger as well
Debugging
Headword:
προσκινδυνεύω
Headword (normalized):
προσκινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
προσκινδυνευω
IDX:
75755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75756
Key:
Data
{'content': 'expose oneself to danger as well'}