Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκερδαίνω
προσκεφαλάδιον
προσκεφάλαιον
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκήπτω
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκιθαρίζω
προσκινδυνεύω
προσκινέομαι
προσκιχρῶ
προσκλαίω
προσκλάομαι
προσκλείω
προσκληρόω
πρόσκλησις
προσκλητικός
View word page
προσκιγκλίζομαι
to wag one's tail

ShortDef

to wag one's tail

Debugging

Headword:
προσκιγκλίζομαι
Headword (normalized):
προσκιγκλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκιγκλιζομαι
IDX:
75753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75754
Key:

Data

{'content': "to wag one's tail"}