Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
πρόσκειμαι
προσκείρομαι
προσκέλλω
προσκενόω
προσκενωτέον
προσκεπαστής
προσκερδαίνω
προσκεφαλάδιον
προσκεφάλαιον
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκήπτω
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
View word page
προσκερδαίνω
to gain besides

ShortDef

to gain besides

Debugging

Headword:
προσκερδαίνω
Headword (normalized):
προσκερδαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσκερδαινω
IDX:
75743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75744
Key:

Data

{'content': 'to gain besides'}