Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαυλέω
πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
πρόσκειμαι
προσκείρομαι
προσκέλλω
προσκενόω
προσκενωτέον
προσκεπαστής
προσκερδαίνω
προσκεφαλάδιον
προσκεφάλαιον
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκήπτω
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
View word page
προσκεπαστής
protector

ShortDef

protector

Debugging

Headword:
προσκεπαστής
Headword (normalized):
προσκεπαστής
Headword (normalized/stripped):
προσκεπαστης
IDX:
75742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75743
Key:

Data

{'content': 'protector'}