Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκατόμνυμαι
προσκατορθόω
προσκαυλέω
πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
πρόσκειμαι
προσκείρομαι
προσκέλλω
προσκενόω
προσκενωτέον
προσκεπαστής
προσκερδαίνω
προσκεφαλάδιον
προσκεφάλαιον
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκήπτω
View word page
προσκενόω
empty, evacuate besides

ShortDef

empty, evacuate besides

Debugging

Headword:
προσκενόω
Headword (normalized):
προσκενόω
Headword (normalized/stripped):
προσκενοω
IDX:
75740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75741
Key:

Data

{'content': 'empty, evacuate besides'}