Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκατοικίζω
προσκατόμνυμαι
προσκατορθόω
προσκαυλέω
πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
πρόσκειμαι
προσκείρομαι
προσκέλλω
προσκενόω
προσκενωτέον
προσκεπαστής
προσκερδαίνω
προσκεφαλάδιον
προσκεφάλαιον
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
View word page
προσκέλλω
push to land, land

ShortDef

push to land, land

Debugging

Headword:
προσκέλλω
Headword (normalized):
προσκέλλω
Headword (normalized/stripped):
προσκελλω
IDX:
75739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75740
Key:

Data

{'content': 'push to land, land'}