Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκατερείπω
προσκατεσθίω
προσκατεύχομαι
προσκατέχω
προσκατηγορέω
προσκατοικίζω
προσκατόμνυμαι
προσκατορθόω
προσκαυλέω
πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
πρόσκειμαι
προσκείρομαι
προσκέλλω
προσκενόω
προσκενωτέον
προσκεπαστής
προσκερδαίνω
προσκεφαλάδιον
View word page
πρόσκαυσις
burning

ShortDef

burning

Debugging

Headword:
πρόσκαυσις
Headword (normalized):
πρόσκαυσις
Headword (normalized/stripped):
προσκαυσις
IDX:
75734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75735
Key:

Data

{'content': 'burning'}