Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαταχωρίζω
προσκαταψεύδομαι
προσκατειλέω
προσκατεργάζομαι
προσκατερείδομαι
προσκατερείπω
προσκατεσθίω
προσκατεύχομαι
προσκατέχω
προσκατηγορέω
προσκατοικίζω
προσκατόμνυμαι
προσκατορθόω
προσκαυλέω
πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
πρόσκειμαι
προσκείρομαι
προσκέλλω
View word page
προσκατοικίζω
remove to another settlement

ShortDef

remove to another settlement

Debugging

Headword:
προσκατοικίζω
Headword (normalized):
προσκατοικίζω
Headword (normalized/stripped):
προσκατοικιζω
IDX:
75729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75730
Key:

Data

{'content': 'remove to another settlement'}