Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαταχράομαι
προσκαταχωρίζω
προσκαταψεύδομαι
προσκατειλέω
προσκατεργάζομαι
προσκατερείδομαι
προσκατερείπω
προσκατεσθίω
προσκατεύχομαι
προσκατέχω
προσκατηγορέω
προσκατοικίζω
προσκατόμνυμαι
προσκατορθόω
προσκαυλέω
πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
πρόσκειμαι
προσκείρομαι
View word page
προσκατηγορέω
to accuse besides

ShortDef

to accuse besides

Debugging

Headword:
προσκατηγορέω
Headword (normalized):
προσκατηγορέω
Headword (normalized/stripped):
προσκατηγορεω
IDX:
75728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75729
Key:

Data

{'content': 'to accuse besides'}