Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατείνω
προσκατατίθημι
προσκατατρέχω
προσκαταφθείρω
προσκαταφρονέω
προσκαταφυτεύω
προσκαταχέω
προσκαταχράομαι
προσκαταχωρίζω
προσκαταψεύδομαι
προσκατειλέω
προσκατεργάζομαι
προσκατερείδομαι
προσκατερείπω
προσκατεσθίω
προσκατεύχομαι
προσκατέχω
προσκατηγορέω
προσκατοικίζω
View word page
προσκαταχωρίζω
credit in addition, add

ShortDef

credit in addition, add

Debugging

Headword:
προσκαταχωρίζω
Headword (normalized):
προσκαταχωρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταχωριζω
IDX:
75719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75720
Key:

Data

{'content': 'credit in addition, add'}