Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκατασκευαστικός
προσκατασπάω
προσκαταστρέφομαι
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατείνω
προσκατατίθημι
προσκατατρέχω
προσκαταφθείρω
προσκαταφρονέω
προσκαταφυτεύω
προσκαταχέω
προσκαταχράομαι
προσκαταχωρίζω
προσκαταψεύδομαι
προσκατειλέω
προσκατεργάζομαι
προσκατερείδομαι
προσκατερείπω
προσκατεσθίω
προσκατεύχομαι
View word page
προσκαταφυτεύω
plant in addition
ShortDef
plant in addition
Debugging
Headword:
προσκαταφυτεύω
Headword (normalized):
προσκαταφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταφυτευω
Intro Text:
plant in addition
IDX:
75716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75717
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "plant in addition" }