Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκαταριθμέω
προσκαταρρήγνυμι
προσκατασήπω
προσκατασκάπτω
προσκατασκευάζω
προσκατασκευαστικός
προσκατασπάω
προσκαταστρέφομαι
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατείνω
προσκατατίθημι
προσκατατρέχω
προσκαταφθείρω
προσκαταφρονέω
προσκαταφυτεύω
προσκαταχέω
προσκαταχράομαι
προσκαταχωρίζω
προσκαταψεύδομαι
προσκατειλέω
View word page
προσκατατείνω
stretch out
ShortDef
stretch out
Debugging
Headword:
προσκατατείνω
Headword (normalized):
προσκατατείνω
Headword (normalized/stripped):
προσκατατεινω
Intro Text:
stretch out
IDX:
75711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75712
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "stretch out" }