Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκαταπλήσσω
προσκαταποντόω
προσκαταπράττω
προσκαταπυκνόω
προσκαταράομαι
προσκαταριθμέω
προσκαταρρήγνυμι
προσκατασήπω
προσκατασκάπτω
προσκατασκευάζω
προσκατασκευαστικός
προσκατασπάω
προσκαταστρέφομαι
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατείνω
προσκατατίθημι
προσκατατρέχω
προσκαταφθείρω
προσκαταφρονέω
προσκαταφυτεύω
View word page
προσκατασκευαστικός
proving in addition
ShortDef
proving in addition
Debugging
Headword:
προσκατασκευαστικός
Headword (normalized):
προσκατασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
προσκατασκευαστικος
Intro Text:
proving in addition
IDX:
75706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75707
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "proving in addition" }