Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριομέλιττα
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
View word page
ἄγριος
(living in the fields) wild, savage, harsh

ShortDef

(living in the fields) wild, savage, harsh

Debugging

Headword:
ἄγριος
Headword (normalized):
ἄγριος
Headword (normalized/stripped):
αγριος
IDX:
756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-757
Key:

Data

{'content': '(living in the fields) wild, savage, harsh'}