Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀνθεμοῦς
ἀνθεμώδης
ἀνθεμωτός
ἄνθεξις
ἀνθερεών
ἀνθέρικος
ἀνθερικώδης
ἀνθέριξ
ἀνθεσιουργός
ἀνθεσιπότατος
ἀνθεσίχρως
Ἀνθεστήρια
Ἀνθεστηριών
ἀνθεστιάω
Ἀνθεσφόρια
ἀνθεσφόρος
ἀνθέω
ἀνθεών
ἄνθη
Ἀνθηδόνιος
Ἀνθηδών
View word page
ἀνθεσίχρως
variegated

ShortDef

variegated

Debugging

Headword:
ἀνθεσίχρως
Headword (normalized):
ἀνθεσίχρως
Headword (normalized/stripped):
ανθεσιχρως
IDX:
7568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7569
Key:

Data

{'content': 'variegated'}