Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
προσκατανοέω
προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
προσκαταπήγνυμι
προσκαταπίμπραμαι
προσκαταπλάσσω
προσκαταπλήσσω
προσκαταποντόω
View word page
προσκαταμετρέω
measure out
ShortDef
measure out
Debugging
Headword:
προσκαταμετρέω
Headword (normalized):
προσκαταμετρέω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταμετρεω
IDX:
75687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75688
Key:
Data
{'content': 'measure out'}