Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
προσκατανοέω
προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
προσκαταπήγνυμι
προσκαταπίμπραμαι
προσκαταπλάσσω
View word page
προσκαταμανθάνω
learn in addition

ShortDef

learn in addition

Debugging

Headword:
προσκαταμανθάνω
Headword (normalized):
προσκαταμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταμανθανω
IDX:
75685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75686
Key:

Data

{'content': 'learn in addition'}