Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
προσκατανοέω
προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
View word page
προσκαταλεπτύνω
reduce, attenuate further
ShortDef
reduce, attenuate further
Debugging
Headword:
προσκαταλεπτύνω
Headword (normalized):
προσκαταλεπτύνω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταλεπτυνω
IDX:
75682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75683
Key:
Data
{'content': 'reduce, attenuate further'}