Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
προσκατανοέω
προσκατανόησις
View word page
προσκαταλείπω
to leave besides as a legacy
ShortDef
to leave besides as a legacy
Debugging
Headword:
προσκαταλείπω
Headword (normalized):
προσκαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταλειπω
IDX:
75680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75681
Key:
Data
{'content': 'to leave besides as a legacy'}