Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
View word page
προσκαταλαμβάνω
fasten down to

ShortDef

fasten down to

Debugging

Headword:
προσκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
προσκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταλαμβανω
IDX:
75678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75679
Key:

Data

{'content': 'fasten down to'}