Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
View word page
προσκαταλαλέω
bring a counter-argument against one
ShortDef
bring a counter-argument against one
Debugging
Headword:
προσκαταλαλέω
Headword (normalized):
προσκαταλαλέω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταλαλεω
IDX:
75677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75678
Key:
Data
{'content': 'bring a counter-argument against one'}