Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
View word page
προσκατακυκάω
mix, beat up with

ShortDef

mix, beat up with

Debugging

Headword:
προσκατακυκάω
Headword (normalized):
προσκατακυκάω
Headword (normalized/stripped):
προσκατακυκαω
IDX:
75676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75677
Key:

Data

{'content': 'mix, beat up with'}