Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαταδείδω
προσκαταδείκνυμι
προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
View word page
προσκατακτάομαι
acquire besides

ShortDef

acquire besides

Debugging

Headword:
προσκατακτάομαι
Headword (normalized):
προσκατακτάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκατακταομαι
IDX:
75674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75675
Key:

Data

{'content': 'acquire besides'}