Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκατάβλημα
προσκαταγελάω
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταγράφω
προσκατάγω
προσκαταδείδω
προσκαταδείκνυμι
προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
View word page
προσκαταισχύνω
to disgrace still further

ShortDef

to disgrace still further

Debugging

Headword:
προσκαταισχύνω
Headword (normalized):
προσκαταισχύνω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταισχυνω
IDX:
75669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75670
Key:

Data

{'content': 'to disgrace still further'}