Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαρτέρησις
προσκαρτερητικῶς
προσκαρφόω
προσκαταβαίνω
προσκαταβάλλω
προσκαταβλάπτω
προσκατάβλημα
προσκαταγελάω
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταγράφω
προσκατάγω
προσκαταδείδω
προσκαταδείκνυμι
προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
View word page
προσκατάγω
draw back further

ShortDef

draw back further

Debugging

Headword:
προσκατάγω
Headword (normalized):
προσκατάγω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταγω
IDX:
75663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75664
Key:

Data

{'content': 'draw back further'}