Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκαλινδέομαι
προσκάμνω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαρτερητικῶς
προσκαρφόω
προσκαταβαίνω
προσκαταβάλλω
προσκαταβλάπτω
προσκατάβλημα
προσκαταγελάω
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταγράφω
προσκατάγω
προσκαταδείδω
προσκαταδείκνυμι
προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
View word page
προσκατάβλημα
that which is paid besides
ShortDef
that which is paid besides
Debugging
Headword:
προσκατάβλημα
Headword (normalized):
προσκατάβλημα
Headword (normalized/stripped):
προσκαταβλημα
IDX:
75659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75660
Key:
Data
{'content': 'that which is paid besides'}