Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαίω
προσκακουργέω
προσκακόω
προσκαλεύω
προσκαλέω
προσκαλινδέομαι
προσκάμνω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαρτερητικῶς
προσκαρφόω
προσκαταβαίνω
προσκαταβάλλω
προσκαταβλάπτω
προσκατάβλημα
προσκαταγελάω
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταγράφω
προσκατάγω
προσκαταδείδω
View word page
προσκαρτερητικῶς
painstakingly

ShortDef

painstakingly

Debugging

Headword:
προσκαρτερητικῶς
Headword (normalized):
προσκαρτερητικῶς
Headword (normalized/stripped):
προσκαρτερητικως
IDX:
75654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75655
Key:

Data

{'content': 'painstakingly'}