Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαθοσιόω
προσκαινουργέω
προσκαινόω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκακουργέω
προσκακόω
προσκαλεύω
προσκαλέω
προσκαλινδέομαι
προσκάμνω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαρτερητικῶς
προσκαρφόω
προσκαταβαίνω
προσκαταβάλλω
προσκαταβλάπτω
προσκατάβλημα
προσκαταγελάω
View word page
προσκάμνω
work longer

ShortDef

work longer

Debugging

Headword:
προσκάμνω
Headword (normalized):
προσκάμνω
Headword (normalized/stripped):
προσκαμνω
IDX:
75650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75651
Key:

Data

{'content': 'work longer'}