Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
προσκαθοσιόω
προσκαινουργέω
προσκαινόω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκακουργέω
προσκακόω
προσκαλεύω
προσκαλέω
προσκαλινδέομαι
προσκάμνω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαρτερητικῶς
προσκαρφόω
προσκαταβαίνω
προσκαταβάλλω
προσκαταβλάπτω
View word page
προσκαλέω
to call to, call on, summon

ShortDef

to call to, call on, summon

Debugging

Headword:
προσκαλέω
Headword (normalized):
προσκαλέω
Headword (normalized/stripped):
προσκαλεω
IDX:
75648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75649
Key:

Data

{'content': 'to call to, call on, summon'}