Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκαθιδρύω
προσκαθιερόω
προσκαθίζω
προσκαθίννυμαι
προσκάθισις
προσκαθίστημι
προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
προσκαθοσιόω
προσκαινουργέω
προσκαινόω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκακουργέω
προσκακόω
προσκαλεύω
προσκαλέω
προσκαλινδέομαι
προσκάμνω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
View word page
προσκαινόω
renew by addition

ShortDef

renew by addition

Debugging

Headword:
προσκαινόω
Headword (normalized):
προσκαινόω
Headword (normalized/stripped):
προσκαινοω
IDX:
75642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75643
Key:

Data

{'content': 'renew by addition'}