Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκαθεύδω
προσκαθέψω
προσκάθημαι
προσκαθιδρύω
προσκαθιερόω
προσκαθίζω
προσκαθίννυμαι
προσκάθισις
προσκαθίστημι
προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
προσκαθοσιόω
προσκαινουργέω
View word page
προσκάθημαι
to be seated by

ShortDef

to be seated by

Debugging

Headword:
προσκάθημαι
Headword (normalized):
προσκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
προσκαθημαι
IDX:
75631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75632
Key:

Data

{'content': 'to be seated by'}