Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκαθεύδω
προσκαθέψω
προσκάθημαι
προσκαθιδρύω
προσκαθιερόω
προσκαθίζω
προσκαθίννυμαι
προσκάθισις
προσκαθίστημι
View word page
προσκαθέζομαι
to sit down before; to besiege
ShortDef
to sit down before; to besiege
Debugging
Headword:
προσκαθέζομαι
Headword (normalized):
προσκαθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκαθεζομαι
IDX:
75627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75628
Key:
Data
{'content': 'to sit down before; to besiege'}