Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκαθεύδω
προσκαθέψω
προσκάθημαι
προσκαθιδρύω
προσκαθιερόω
προσκαθίζω
View word page
προσκαθαίρω
purify in addition

ShortDef

purify in addition

Debugging

Headword:
προσκαθαίρω
Headword (normalized):
προσκαθαίρω
Headword (normalized/stripped):
προσκαθαιρω
IDX:
75624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75625
Key:

Data

{'content': 'purify in addition'}