Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκαθεύδω
προσκαθέψω
προσκάθημαι
προσκαθιδρύω
View word page
προσιτός
approachable
ShortDef
approachable
Debugging
Headword:
προσιτός
Headword (normalized):
προσιτός
Headword (normalized/stripped):
προσιτος
IDX:
75622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75623
Key:
Data
{'content': 'approachable'}