Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκαθεύδω
προσκαθέψω
προσκάθημαι
View word page
προσιτεύω
feed before

ShortDef

feed before

Debugging

Headword:
προσιτεύω
Headword (normalized):
προσιτεύω
Headword (normalized/stripped):
προσιτευω
IDX:
75621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75622
Key:

Data

{'content': 'feed before'}