Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκαθεύδω
προσκαθέψω
View word page
προσισχύω
to be able besides

ShortDef

to be able besides

Debugging

Headword:
προσισχύω
Headword (normalized):
προσισχύω
Headword (normalized/stripped):
προσισχυω
IDX:
75620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75621
Key:

Data

{'content': 'to be able besides'}